Συντάκτης: Ιωάννης ο Οινόφιλος
Φωτογραφία: Πάτροκλος Στελλάκης

Κρασί το προϊόν με τον αστείρευτο πλούτο συμπιεσμένο σε ένα μπουκάλι.

Ένα μαγευτικό ταξίδι στο χθες και το σήμερα του ελληνικού κρασιού με τη διεισδυτική ματιά του επίτιμου προέδρου του ΣΕΟ Άγγελου Ρούβαλη.

Η συζήτηση με τον Άγγελο Ρούβαλη ποτέ δεν είναι βαρετή. Όσες φορές και να συνομιλήσεις μαζί του, πάντα έχεις κάτι καινούργιο να αποκομίσεις, πάντα βγαίνεις πιο ωφελημένος. Η πλούσια εμπειρία του ως οινοποιός που έβαλε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στο χώρο του ποιοτικού, επώνυμου ελληνικού κρασιού, η συμβολή του στην ανάπτυξη του κλάδου μέσα και από τις τάξεις του ΣΕΟ, του οποίου υπήρξε πρόεδρος με αναγνωρισμένη αξία, σε συνδυασμό με τη σφαιρική κουλτούρα που τον διακρίνει τον καθιστούν αστείρευτη πηγή γνώσης, ενημέρωσης και πληροφόρησης του αμπελοοινικού τομέα. Μια συμβολή η οποία αναγνωρίστηκε έμπρακτα από τον κλάδο που τον έχρισε επίτιμο πρόεδρο του ΣΕΟ.

Αφορμή για τη συνομιλία μας αυτή αποτέλεσε ακριβώς η τιμητική διάκριση που του έκανε ο κλάδος και έδωσε την ευκαιρία στον Άγγελο Ρούβαλη να μας μιλήσει εφ’ όλης της ύλης που λέμε, σε μια συνέντευξη ποταμό, που διαπερνά όλη τη μαγευτική ιστορία του ελληνικού κρασιού, από το χθες στο σήμερα, καταδεικνύοντας πλεονεκτήματα, μειονεκτήματα, προβλήματα αλλά και προοπτικές του φυσικού αυτού προϊόντος, του μοναδικού προϊόντος που «κρύβει» μέσα σε ένα μπουκάλι τον πλούτο της ελληνικής γης αλλά και πολλή κουλτούρα.


Κύριε Ρούβαλη, θα ήταν περιττό νομίζω να προσπαθήσω να σας συστήσω στους αναγνώστες του Wine Illusion. Άλλωστε είναι όλοι εξειδικευμένοι και άνθρωποι του κλάδου αλλά και καταναλωτές που σας γνωρίζουν. Είστε πασίγνωστος στο χώρο του ελληνικού κρασιού, όχι μόνο ως οινοποιός και δημιουργός ποιοτικών και πρωτοπόρων θα έλεγα κρασιών, αλλά και ως ευρύτερη προσωπικότητα με σημαντική συμβολή και μέσω του ΣΕΟ, στην προώθηση και ανάπτυξη του ελληνικού κρασιού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Απλά αυτή εδώ η συνέντευξη είναι ένα βήμα για να φωτίσει τις πτυχές της πορείας σας στο χώρο, μια εκ βαθέων εξομολόγηση θα την έλεγα.

Πάμε λίγο πίσω στο χρόνο λοιπόν, στην αρχή αυτής της πορείας. Πότε και πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τον υπέροχο κόσμο του κρασιού; Τι σας έκανε να στραφείτε στον μεθυστικό κόσμο του;

Υπάρχει άραγε μια γραμμική σχέση των βιωμάτων της παιδικής ηλικίας με τη μελλοντική εξέλιξη του ατόμου; Μάλλον όχι. Κινούμαστε σε μια σφαίρα εικόνων, πρακτικών, συναισθημάτων, επιρροών, εμπειριών, αναμνήσεων γευστικών και οσφρητικών. Το αμπελουργικό τοπίο που με περιείχε κάθε καλοκαίρι, το πάτημα των σταφυλιών με το πόδι για το βαρελάκι του σπιτιού το οποίο συνυπήρχε στο ίδιο καλοκαιρινό δωμάτιο μαζί μας, η καθημερινή αγωνιώδης παρατήρηση των καιρικών συνθηκών (αέρας, βροχή, συννεφιά, υγρασία) για το λιάσιμο της σταφίδας, είναι σημαντικές εμπειρίες ενός παιδιού, αλλά δεν προδικάζουν τίποτε.

Όλα αυτά θα ανθίσουν όταν ως απόφοιτος Χημείας θα παρακολουθήσω την οινολογία στο Bordeaux της Γαλλίας, περισσότερο ως «πνευματικός» πρόσφυγας από τη μεταχουντική Ελλάδα στη χώρα που έσωσε και εξέλιξε το δικό μας ελληνικό πολιτισμό.

Έχετε ανακηρυχθεί επίτιμος πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου, μια τιμητική αναγνώριση προφανώς του ρόλου και της συμβολής σας στο ελληνικό κρασί. Εσείς ο ίδιος έχετε κάνει έναν απολογισμό της θητείας σας στον ΣΕΟ; Ποια τα θετικά στοιχεία στα οποία θα στεκόσασταν εάν κάνατε έναν τέτοιον απολογισμό και τι θα αλλάζατε αν μπορούσατε να ξαναβρισκόσασταν στην ίδια θέση; Υπάρχουν κάποια πεπραγμένα που θα τα χαρακτηρίζατε λάθος ή παραλείψεις;

Ο ΣΕΟ υπήρξε ένα τραίνο την κατάλληλη στιγμή για το ελληνικό κρασί. Με μηχανοδηγούς τον Βασίλη Κουρτάκη και τον Γιάννη Μπουτάρη, κορυφαίες εθνικές προσωπικότητες, γέμισε τα βαγόνια του με εμάς που είχαμε την όρεξη να δημιουργήσουμε τη νέα πραγματικότητα στο ελληνικό κρασί. Έτσι υπήρξε μια υπέροχη εικοσαετία ομαδικής σκυταλοδρομίας που έχει να κάνει με τα πριν και τα μετά της δικής μου προεδρικής ευθύνης, η οποία συνεχίζεται.

Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήσαμε το Στρατηγικό Σχέδιο Μάρκετινγκ του επώνυμου ελληνικού κρασιού, ενθαρρύναμε πολλούς νέους συναδέλφους να ξεκινήσουν νέες δουλειές, δικές τους ή σε άλλα οινοποιεία, και έτσι είδαμε να πολλαπλασιάζονται με κυτταρική διαίρεση τα μικρά οινοποιεία στη χώρα μας και η ποιότητα να ανεβαίνει συνολικά. Μέσα σε αυτό το κλίμα προχωρήσαμε πολύ σημαντικές συνέργειες με τη γαστρονομία, την εστίαση, τον ξενοδοχειακό κλάδο και τον τουρισμό, που περιμένουν τη συνέχειά τους στη μετα – covid εποχή.

Δημιουργήσαμε περιφερειακές οργανώσεις και δεν χάσαμε καμιά ευκαιρία να μιλήσουμε σε ειδικούς, σε οινόφιλους ή στο ευρύ κοινό. Παράλληλα, έχοντας στο νου μας τον παγκόσμιο ανταγωνισμό αναλάβαμε σημαντικές πρωτοβουλίες προώθησης στη Βόρεια Αμερική που άλλαξαν τη σκονισμένη εικόνα του ελληνικού κρασιού. Φέραμε στην επιφάνεια τα προβλήματα του ελληνικού αμπελώνα και προτείναμε σειρά λύσεων στα θέματα που προϋπήρχαν ή που προέκυπταν. Συγκρουστήκαμε με συντεχνίες και συμφέροντα, εκεί που δημόσιο χρήμα έπαιρνε «περίεργες» διαδρομές ή εκεί που συμφέροντα πολυεθνικών εταιρειών (οινοπνευματωδών ποτών) έθιγαν τη χώρα μας και το κρασί. Για καθένα από τα ανωτέρω θα είχα και ένα γραφικό περιστατικό να σας διηγηθώ.

Αλλά ας προχωρήσουμε στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ναι, έγιναν λάθη. Κατά τη γνώμη μου πρώτο λάθος ήταν το μεγάλο βάρος που ρίξαμε στη δημιουργία της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης, η οποία μας παγίδευσε στο να προβάλλουμε τις μίνιμουμ και ελάχιστες συμπτώσεις με την ΚΕΟΣΟΕ – άκρως συντηρητική και παλιάς κοπής οργάνωση – και οι οποίες επιπλέον προβάλλονταν ως κορυφαίες κατευθύνσεις. Το τοπίο θόλωσε και εμφανιζόταν η ΕΔΟΑΟ ως ο ιθύνων νους του ελληνικού κρασιού καλύπτοντας με «ψευδή» τρόπο την πραγματική ανάγκη να υπάρξει ένας προωθητικός συλλογικός νους για το ελληνικό αμπέλι και κρασί.

Αυτός ο νους δεν μπορεί παρά να είναι ένα εθνικό όργανο δομημένο με αντίστοιχα ικανά στελέχη της αγοράς και της διοίκησης, όπως λειτουργεί σε όλα τα οινοπαραγωγά κράτη. Πόσω μάλλον που το ΥΠΑΑΤ στην Ελλάδα λειτουργεί με τρόπο ανάπηρο. Ένα δεύτερο λάθος που κάναμε είναι ότι μελετήσαμε και δεχθήκαμε αυστηρές νομοθετικές ρυθμίσεις για πολλά πράγματα, όπως οι στρεμματικές αποδόσεις, οι περιοριστικές πρακτικές, οι αυστηροί έλεγχοι σε ενδείξεις μάρκετινγκ. Δεν λάβαμε υπόψη το χάος που επικρατούσε στις δημόσιες υπηρεσίες, οπότε όλες αυτές οι ρυθμίσεις γύριζαν μπούμερανγκ στους έντιμους παραγωγούς και οινοποιούς και ενίσχυαν την παραοικονομία, η οποία ήξερε και ξέρει να γράφει τις ρυθμίσεις στα παλαιότερα των υποδημάτων της. Ας είναι! Αργά ή γρήγορα ο καταναλωτής βρίσκει τη γνώση και την εμπειρία να ξεφεύγει από την «αγνότητα» του χύμα και από άλλες σύγχρονες «αγνότητες».

Ο καταλυτικός ρόλος του ΣΕΟ στο ελληνικό κρασί νομίζω ότι δεν αμφισβητείται από κανέναν στον χώρο. Ως γνωστόν όμως εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Επικαλούμενος την εμπειρία σας και την αγάπη σας για το κρασί και τον χώρο τον οποίον υπηρετείτε με συνέπεια και σοβαρότητα τόσα χρόνια, θα είχατε κάτι να συμβουλεύσετε για την ακόμη καλύτερη λειτουργία και αποδοτικότητα του Συνδέσμου, με δεδομένο ότι τίποτε δεν είναι στατικό, όλα εξελίσσονται και μια έμπειρη ματιά είναι πάντα χρήσιμη;

Ο ΣΕΟ πράγματι έχει ένα θαυμάσιο καταστατικό που του επιτρέπει να εκφράζει τις πιο πρωτοπόρες δυνάμεις του ελληνικού κρασιού όπως και όλες τις αμπελουργικές περιφέρειες της χώρας. Είναι ευθύνη των μελών του και των μελών των περιφερειακών οργανώσεων να στέλνουν τους άριστους, τους καλύτερους στο Δ.Σ. του Συνδέσμου.

Ο Σύνδεσμος χρειάζεται στις νέες συνθήκες της μετα – covid εποχής , διευθυντικό, στέλεχος μεγάλου βεληνεκούς και σταθερής απασχόλησης γιατί οι συνέργειες με άλλους φορείς και υπηρεσίες κατά τη διάρκεια ανασύνταξης και ανάπτυξης της χώρας θα είναι τεράστιες. Σε αυτές τις νέες συνθήκες το Κρασί είναι ο κύριος μοχλός, η κεντρομόλος δύναμη που φέρνει όλα τα ελληνικά προϊόντα, τις ελληνικές πρώτες ύλες στην υπηρεσία της ποιοτικής γαστρονομίας και του ποιοτικού τουρισμού. Ενώνει την ύπαιθρο με την πόλη, την παραγωγή με τον επισκέπτη – τουρίστα. Για να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος χρειάζονται συνεχείς παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα (κυβέρνηση, περιφέρειες, τοπική αυτοδιοίκηση, εκπαίδευση π.χ. ΙΕΚ) και βέβαια την επιχειρηματική κοινότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το ελληνικό κρασί μίλαγε και μιλάει την ίδια γλώσσα με τους μεγάλους της εστίασης – Μπαξεβάνης, Πέσκιας, Λαζάρου, Μαμαλάκης κ.ά. – δεν έχει πετύχει το ίδιο με τις οργανώσεις των μαγείρων και αρχιμαγείρων που έχουν μια αντίδραση σαν να βλέπουν κάποιον να θέλει να ανακατεύεται μέσα στα πιάτα τους. Έχουμε βέβαια και εκεί εξελίξεις και η οινική ύλη στα αντίστοιχα ΙΕΚ ή η δημιουργία ταχύρρυθμων μαθημάτων θα συμβάλλουν σε μια κοινή πορεία με πολλαπλά οφέλη για τον ελληνικό τουρισμό και τις τοπικές κοινωνίες.

Η αλματώδης πρόοδος

Το ελληνικό κρασί έχει να παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια μια αλματώδη πρόοδο, αποτέλεσμα της δουλειάς που γίνεται από τα οινοποιεία μας, τους οινοποιούς μας και τα θεσμικά όργανα που το προωθούν, όπως είναι ο ΣΕΟ. Στη μακρόχρονη πορεία του από το χθες στο σήμερα, ποιοι είναι οι σταθμοί – κλειδιά που το έφτασαν μέχρι εδώ;

Πάνω απ’ όλα αυτή η αλματώδης πρόοδος συνδέεται με την τεχνολογία της ψύξης. Από τη στιγμή που τα ελληνικά κρασιά ζυμώνονται σε χαμηλές θερμοκρασίες – εξανεμίζοντας έτσι στα μειονεκτήματα των υψηλών θερμοκρασιών του ελληνικού καλοκαιριού – η πρόοδος θα ερχόταν. Όπως πριν από κάποιους αιώνες η μικροβιολογία του Pasteur και η τεχνολογία του Chaptal είχαν εξουδετερώσει τα πλεονεκτήματα ανθεκτικότητας των υψηλόβαθμων ελληνικών κρασιών εκείνων των εποχών, έτσι τώρα ήμασταν εμείς – και γενικά οι ζεστές χώρες – που ωφεληθήκαμε πιο πολύ. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα -πλαίσιο.

Από κει και πέρα στο ελληνικό πλαίσιο, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ( είναι οι τελευταίες δεκαετίες που υπάλληλοι στο υπουργείο είναι έξοχοι επιστήμονες γεωργοοικονομολόγοι και άλλοι που αγωνίζονται δίνοντας και τον εαυτό τους για την πρόοδο της γεωργίας ), δρα μια οινολόγος – μορφή του παγκόσμιου κρασιού, η Κα Κουράκου, η οποία ετοιμάζει πυρετωδώς όχι μόνο το νομικό πλαίσιο του σύγχρονου ελληνικού κρασιού, αλλά και τις βασικές γραμμές των ελληνικών οινολογικών θεμάτων.

Η επόμενη δεκαετία σταθμός είναι του 1990 όπου στήνεται ο χορός: παραγωγή νέων κρασιών ποιότητας, οινική δημοσιογραφία, έκθεση Οινόραμα, σύγχρονοι οινόφιλοι, ψαγμένος καταναλωτής. Τα πάντα κινούνται ανεβάζοντας ταχύτητες και ωθώντας ο ένας κρίκος τον άλλον. Ιδρύεται το ΤΕΙ Οινολογίας που δημιουργεί ικανά στελέχη παραγωγής. Όλο αυτό είναι που ονομάστηκε σύγχρονη επανάσταση του ελληνικού κρασιού. Επόμενος σταθμός, κατά τη γνώμη μου, είναι το Στρατηγικό Σχέδιο Μάρκετινγκ που δημιούργησε ο οινικός κλάδος τη διετία 2008 – 2010, πρωτοπόρος και ώριμος καρπός εξαίρετων συνεργατών μας αλλά και ευρείας συμμετοχικής λειτουργίας όλων των παραγόντων του τομέα στη χώρα μας. Λίγο πριν έχει ιδρυθεί και λειτουργεί η Σχολή WSPC του Κωνσταντίνου Λαζαράκη και λίγο μετά αρχίζουν οι συνέργειες με τη γαστρονομία και τον τουρισμό, με άξονα την έκθεση Xenia, το μεγάλο δηλαδή στοίχημα της παραγωγής στη χώρα μας, που ακύρωσε προσωρινά η οικονομική κρίση και η covid εποχή, αλλά το οποίο πρέπει να επανέλθει με ορμή στο στάδιο της ανασυγκρότησης που ξεκινά τώρα.

Μειώνεται ο ελληνικός αμπελώνας

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ελληνικό κρασί σήμερα; Ποια η ενδεδειγμένη αντιμετώπισή τους;

Το κυριότερο θέμα που μας απασχολεί είναι ο ελληνικός αμπελώνας. Μειώνεται, αποτελείται από διάσπαρτους μικρούς κλήρους και δεν είναι στέρεα βάση για μια βιώσιμη ανάπτυξη και για έναν στρατηγικό σχεδιασμό. Βέβαια, η σωστή καλλιέργεια του αμπελιού είναι η πρώτη προτεραιότητα καθώς αυτή μόνο μπορεί να διασφαλίσει αειφορία, υγεία, αυθεντικότητα, διαφάνεια και την πολυλειτουργικότητα στην ύπαιθρο. Αυτή θα εξασφαλίσει και τα μεγάλα αυθεντικά κρασιά της χώρας μας, ένα έργο που δεν θα είναι εύκολο μέσα στις μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες.

Το δεύτερο μεγάλο θέμα είναι η θεσμική αναδιοργάνωση και θωράκιση του τομέα. Μας χρειάζεται ένας συλλογικός νους, ένα εθνικό όργανο για το Αμπέλι και το Κρασί. Ένα εργαλείο που θα συγκεντρώνει τα δεδομένα, θα μελετά τις στατιστικές, θα δοκιμάζει λύσεις στο αμπέλι και στην αγορά, θα συντονίζει την έρευνα και τις δράσεις των περιφερειών, θα προωθεί τους ελέγχους και την άμιλλα. Θα έχει ανταλλαγές με την ευρωπαϊκή οινική κοινότητα, θα προωθεί την ενημέρωση και τη διαρκή εκπαίδευση.

Έχουμε πειστεί ότι το ΥΠΑΑΤ δεν δύναται να παίξει αυτόν τον ρόλο. Εξ άλλου ένα τέτοιο όργανο λειτουργεί σε όλα τα οινοπαραγωγά κράτη του νέου και του παλιού κόσμου του κρασιού, κι ας έχουν πολύ καλύτερη διοίκηση από τη δική μας.

Πόσο ανταγωνιστικά είναι τα κρασιά της χώρας μας τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και στο εξωτερικό; Τι πρέπει να γίνει για τη μεγαλύτερη διεισδυτικότητα του ελληνικού κρασιού στις ξένες αγορές;

Χαίρομαι που λέτε «τα κρασιά της χώρας μας» και εννοείτε βεβαίως τα επώνυμα εμφιαλωμένα κρασιά. Γιατί το χύμα προϊόν κρασί δεν έχει καμιά, μα καμιά τύχη στην παγκόσμια αγορά αφού μεγάλες οινοπαραγωγές χώρες τιμολογούν το κρασί φθηνότερα απ’ όσο εμείς το σταφύλι. Αλλά τα σύγχρονα επώνυμα ποιοτικά κρασιά, τα παραγόμενα με τη γνώση και το μεράκι του οινοποιού, καθώς προέρχονται από εξαιρετικά terroirs με μικρές αποδόσεις προσφέρουν ποιότητα, πρωτοτυπία και αυθεντικότητα σε ανταγωνιστικές τιμές. Όσον αφορά τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των ενεργειών μας στις ξένες αγορές χρειάζεται να επικεντρωθούμε πιο πολύ σε συγκεκριμένες αγορές – στόχους, ακόμη και σε επίπεδο πόλης, όχι μόνο χώρας.

Αναλώνουμε πολλές προσπάθειες και διαθέτουμε πολλά χρήματα μέσα από πολλούς φορείς (και περιφερειακούς) χωρίς αυτές οι δράσεις να συντονίζονται από ένα ενιαίο κέντρο, αυτό που αποκαλέσαμε προηγουμένως «συλλογικό νου» του ελληνικού κρασιού. Έτσι μερικές φορές είναι σαν να χρησιμοποιούμε βαρύ πυροβολικό για ελαφρύ κυνήγι ή και στο βρόντο.

Δρόμοι του κρασιού

Ας σταθούμε λίγο τώρα στα ελληνικά οινοποιεία. Σίγουρα έχει σημειωθεί τεράστια πρόοδος στον κλάδο και απόδειξη είναι η παραγωγή πολλών ποιοτικών κρασιών, που έχουν αλλάξει τον οινικό χάρτη της χώρας. Υπάρχει όμως μια υστέρηση στον θεσμό των επισκέψιμων οινοποιείων ή κάνω λάθος; Μήπως εκεί πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά πράγματα; Πιο συγκεκριμένα και για παράδειγμα, γίνεται πολλή συζήτηση για τον οινοτουρισμό και την ανάγκη να αναπτυχθεί στη χώρα μας, η οποία έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα για να μπει δυναμικά στον συγκεκριμένο τομέα. Τα επισκέψιμα οινοποιεία αποτελούν βασικό πυρήνα για την ανάπτυξη της κατηγορίας αυτής. Πόσο έχει γίνει συνείδηση των οινοποιών η ανάγκη αυτή; Σε τι σημείο βρισκόμαστε;

Ναι, θα έλεγε κανείς πως υπάρχει μια υστέρηση στην ανάπτυξη των επισκέψιμων οινοποιείων και των Δρόμων του Κρασιού σε μια χώρα που έχει μεγάλες τουριστικές ροές. Οι καθυστερήσεις που παρατηρούνται έχουν να κάνουν λιγότερο με τη θέληση των οινοποιών και περισσότερο με κίνητρα ή αντικίνητρα, χρηματοδοτικά και νομοθετικά. Η οικονομική κρίση είναι μια πραγματική αιτία καθυστερήσεων. Η διαθέσιμη ρευστότητα των τραπεζών είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

Νομοθετικά, ως ΣΕΟ, έχουμε εργαστεί πάρα πολύ, από πολύ νωρίς, κατόπιν δε πολλών επαφών με τα υπουργεία Τουρισμού και Πολιτισμού προέκυψαν σημαντικές νομοθετικές εξελίξεις με τους νόμους του 2014 και 2018.

Εκκρεμούν νομοθετικά οι «Δρόμοι του Κρασιού» αλλά όχι μόνον ως ένα στατικό νομικό πλαίσιο, αλλά ως μια συντονισμένη προσπάθεια αξιοποίησης των σύνθετων πλεονεκτημάτων των αμπελουργικών περιοχών. Οι Δρόμοι του Κρασιού ή άλλα δίκτυα ποιότητας, για παράδειγμα Οινοξένεια, χρειάζονται την εμπλοκή των περιφερειών και την αντίστοιχη χρηματοδότηση έργων, δημόσιων και ιδιωτικών, καθώς και αντίστοιχων δομών λειτουργίας. Ο αντίστοιχος νόμος στη γειτονική Ιταλία προβλέπει ήδη από το 1999 ετήσια δαπάνη 1,5 εκατ. ευρώ για τους σκοπούς αυτούς. Στη χώρα μας οι αντίστοιχοι νόμοι που τελειώνουν όλοι με τη φράση «δεν δημιουργείται επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό» (και ως εκ τούτου σπανίως είναι καλά μελετημένοι), δημιουργούν ένα στατικό – γραφειοκρατικό πλαίσιο, το οποίο άλλοτε διευκολύνει και άλλοτε δυσκολεύει τις εξελίξεις.

Στη μετα-covid εποχή θα χρειαστεί να χρηματοδοτηθούν αυτές οι δράσεις ( και από το Ταμείο Ανάκαμψης) στην κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Παρακολουθούμε με αισιοδοξία την εθνική επιτροπή οινοτουρισμού, με επικεφαλής την Κα Τριανταφυλλοπούλου από τον ΣΕΟ, να έχει πλήρη συνείδηση αυτών των προτεραιοτήτων.

Τα οινοποιεία και ο ΣΕΟ από την πλευρά μας θα πρέπει να προσπαθούμε, πάλι και πάλι, να δημιουργούμε συνέργειες με τη γαστρονομία, την εστίαση, τη φιλοξενία και τον πολιτισμό κάθε αμπελουργικής περιοχής και αντίστοιχα σε εθνικό επίπεδο. Τα οινοποιεία δε, να πιστοποιηθούμε ως επισκέψιμα με βάση το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο.

Καταναλωτής και οινική κουλτούρα

Παλιότερα μιλούσαμε για μη εκπαιδευμένο και ενημερωμένο καταναλωτή. Σήμερα πόσο έχει αλλάξει αυτή η κατάσταση; Τι έχει συμβάλει στην αλλαγή αυτή και τι χρειάζεται ακόμη να γίνει ώστε ο Έλληνας καταναλωτής να αποκτήσει οινική κουλτούρα;

Βέβαια έχει αλλάξει μ’ ένα θετικό τρόπο. Είναι πολλοί οι παράγοντες που έχουν προκαλέσει αυτή την αλλαγή και μεταξύ αυτών οι σχολές εκπαίδευσης και τα δημοσιογραφικά έντυπα. Καθώς το ελληνικό κρασί όλα τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε μια συνεχή κίνηση μεταξύ ποικιλιών αμπέλου, τόπων, νέων οινοποιείων, διαφορετικών προσεγγίσεων, κινήσεων μάρκετινγκ, εμπορικών δικτύων και ούτω καθ’ εξής, όχι μόνο ο καταναλωτής, αλλά ούτε ένας «ειδικός» δεν μπορεί να παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις.

Ας μην ονομάσουμε αυτό «οινική κουλτούρα». Ας επικεντρωθούμε, όσοι ενδιαφερόμαστε για την ελληνική οινική κουλτούρα, σε βασικά θέματα που ξεχωρίζουν το προϊόν κρασί από τις εκατοντάδες ποτά που σήμερα συνυπάρχουν μαζί του. Όπως ότι το κρασί είναι αποκλειστικά φυσικό προϊόν που βγαίνει από τους αμπελώνες, ότι συνοδεύει και οργανώνει τη συντροφιά γύρω από το τραπέζι, το φαγητό και τη γαστρονομία, ότι συνδέει την ύπαιθρο με την πόλη και την παραγωγή ενός τόπου με τον επισκέπτη του, ότι μεταφέρει εικόνες και δημιουργεί αναμνήσεις, ότι είναι ένα ζωντανό προϊόν που εξελίσσεται στο χρόνο.

Οι λοιπές γνώσεις που βοηθούν στη μεγαλύτερη απόλαυση (επιλογή ποικιλίας, τόπου, οινοποιού, τιμής) θα αποκρυσταλλωθούν με τον καιρό, ενώ μερικές άλλες, βασικές, είναι πλέον κοινός τόπος, όπως, για παράδειγμα, ότι το λευκό κρασί πρέπει να πίνεται δροσερό ή ότι αυτό συνοδεύει καλύτερα τα ψάρια, τα λαδερά φαγητά, τη φέτα, τις άσπρες σάλτσες. Το προϊόν κρασί δεν έχει στη διάθεσή του ισχυρά μπάτζετ για να επέμβει στη μαζική κουλτούρα μέσω της τηλεόρασης. Ίσως πρέπει να αξιοποιήσουμε τις πολυάριθμες εκπομπές μαγειρικής στην TV για να μεταφέρουμε εικόνες και γνώσεις, οπωσδήποτε όμως τις επισκέψεις στα οινοποιεία και κυρίως μέσα στους αμπελώνες. Ταυτόχρονα είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η γνώση στις σχολές εκπαίδευσης που έχουν σχέση με τον τουρισμό και τη γαστρονομία.

Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία επιλέγει κατά κανόνα ο καταναλωτής ποιο κρασί θα επιλέξει είτε στο εστιατόριο είτε για το σπίτι του;

Εφόσον μιλάμε για τρόφιμο η γεύση είναι το βασικό κριτήριο. Οι παράπλευρες παράμετροι που θα παίξουν ρόλο είναι η τιμή και η εικόνα που μεταφέρει το συγκεκριμένο προϊόν, οι οποίες δημιουργούνται είτε από την ετικέτα – συσκευασία είτε από το γενικότερο μάρκετινγκ ή από το όνομα του παραγωγού. Ισως πρέπει να μελετήσουμε κα να προτείνουμε μια κάποια ταξινόμηση που θα μπορεί να βοηθήσει τον καταναλωτή στην επιλογή του, πέρα από τα βασική που είναι το χρώμα – λευκό, κόκκινο, ροζέ. Η τιμή; Η βασική ποικιλία; Μάλλον ναι. Η αμπελουργική περιοχή; Η συνεργασία με τις κάβες και τα σούπερ μάρκετ θα βοηθήσει τη λειτουργικότητα της ταξινόμησης στο ράφι και στο μυαλό του καταναλωτή.

Απούσα η πολιτεία

Σε όλη αυτή την προσπάθεια και τον αγώνα των οινοποιών ευρύτερα πού βρίσκεται η πολιτεία; Ποια η οινική πολιτική και πόσο διευκολύνει το έργο των Ελλήνων οινοποιών; Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εν προκειμένω οι οινοποιοί μας;

Αν περιορίσουμε την «πολιτεία» στο κέντρο της οινικής πολιτικής θα μιλήσουμε για το ΥΠΑΑΤ. Είδαμε τον ρόλο που έπαιξαν γεωργοοικονομολόγοι και άλλοι επιστήμονες – μεταξύ τους η Κα Κουράκου – πενήντα χρόνια νωρίτερα. Τώρα το ΥΠΑΑΤ, στα δικά μου μάτια, είναι ένα ρημαγμένο στρατηγείο που δυσκολεύεται όχι μόνο να παράγει αυτοτελείς εξελίξεις στην ελληνική γεωργία, αλλά και να παρακολουθήσει επωφελώς για τη χώρα μας τις ευρωπαϊκές πολιτικές για τη γεωργία και την ανάπτυξη της υπαίθρου. Κομματικά κριτήρια, πελατειακές σχέσεις, έλλειψη βαθιάς επιστημονικής γνώσης σε στελέχη με βασικά πόστα, και επικεφαλής ένας υπουργός που αλλάζει κάθε ενάμιση χρόνο, ο οποίος τοποθετείται εκεί με κύριο κριτήριο τις εσωκομματικές ισορροπίες και ο οποίος σε τόσο μικρό διάστημα δεν μπορεί (όσο και να θέλει) να αποκτήσει ή να δημιουργήσει στρατηγικό σχέδιο.

Επιπλέον, με τη δημιουργία πολλών επιπέδων παρέμβασης σε δύο ακόμη διοικητικές δομές, όπως η κυβερνητική και η εκλεγμένη Περιφέρεια, οι στόχοι, η εφαρμογή των πολιτικών, ο συντονισμός της έρευνας και οι έλεγχοι θόλωσαν εντελώς και έμειναν μετέωροι.

Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα αποκατασταθεί μια αρμονική και αποτελεσματική λειτουργία. Με αυτόν τον τρόπο ξοδεύουμε τεράστια χρήματα σε διοικητικές δομές με πενιχρά αποτελέσματα. Ο αμπελοοινικός τομέας έχει κάθε λόγο να απαιτήσει αυτό που έχουν δημιουργήσει όλα τα οινοπαραγωγά κράτη, είτε του παλαιού είτε του νέου κόσμου του αμπελιού. Ένα εθνικό όργανο διεύθυνσης και διαχείρισης του χώρου του αμπελιού και του κρασιού, συγχρηματοδοτούμενο από τον τομέα και το οποίο θα έχει αρμοδιότητες συντονισμού στην παραγωγή, στην προώθηση, στους ελέγχους, στην έρευνα. Ο ΣΕΟ είναι έτοιμος από την περασμένη δεκαετία να συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός τέτοιου οργάνου. Συνοψίζοντας και αποφεύγοντας να κάνω μια λεπτομερή καταγραφή των θεμάτων που αντιμετωπίζουμε, αναφέρω επιγραμματικά μόνο τα εξής: Ο ελληνικός αμπελώνας έχει μειωθεί δραματικά, πάνω από τη μισή έκταση που είχε το 1980, η παραοικονομία καλά κρατεί τόσο στο κρασί όσο και στο τσίπουρο, με κορυφή του παγόβουνου την επιβολή ΕΦΚ, για την αναίρεση της οποίας ο ΣΕΟ και ο τότε πρόεδρός του Γιώργος Σκούρας αφιέρωσαν άπειρες δυνάμεις και χρόνο. Αυτό απέδειξε εξάλλου ότι το ΥΠΑΑΤ δεν έχει τη δύναμη να επιβάλλει – ακόμη κι αν θα μπορούσε να επεξεργαστεί – δικές του προτεραιότητες απέναντι στα άλλα υπουργεία σε καίρια θέματα όπως οι πολιτικές για τη γεωργική γη (όπου φορολογικές κληρονομικές και άλλες ρυθμίσεις παίζουν αρνητικό ρόλο) ή την πολυλειτουργικότητα στην ύπαιθρο (όπου νομοθετικές ρυθμίσεις συγκρούονται μεταξύ τους).

Κρασί και κλιματική αλλαγή

Θα ήθελα να κλείσουμε τη συνομιλία μας αυτή με ένα θέμα στο οποίο ίσως δεν σας έχουν συνηθίσει να σας ερωτούν, όχι μόνο εσάς προσωπικά, αλλά και γενικότερα τους ανθρώπους του χώρου. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια μη αναστρέψιμη κατάσταση όπως φαίνεται, όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, η οποία, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί επιστήμονες, είναι ήδη εδώ και αυτό το βιώνουμε ήδη στην καθημερινότητά μας αν και δεν το συνειδητοποιούμε ακόμη. Σας ερωτώ ως οινοποιό, αλλά και πρώην πρόεδρο του ΣΕΟ και νυν επίτιμο πρόεδρο. Τον έχει απασχολήσει τον κλάδο το θέμα αυτό; Δεδομένου ότι ένας από τους πρώτους τομείς που θα υποστούν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι ο αγροτικός τομέας, οι καλλιέργειες. Φυσικά οι αμπελώνες και οι αμπελοκαλλιέργειες δεν θα αποτελέσουν εξαίρεση. Πόσο λοιπόν έχει απασχολήσει τον κλάδο το συγκεκριμένο πρόβλημα;

Η γεωργία γενικά και η αμπελουργία ειδικότερα είναι πολύ ευαίσθητη στις κλιματικές συνθήκες. Επίσης η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων καύσωνες, βροχοπτώσεις, χαλάζι κ.λπ. – που παρατηρείται θα μειώσει τη μέση αγροτική παραγωγή, ιδιαίτερα σε εμάς στη Μεσόγειο. Το ελληνικό κρασί έχει βάλει στην προβληματική του το ζήτημα αυτό που είναι μεν νέο , ως κλιματική κρίση , αλλά που έχει ξανασυμβεί στην ιστορική διαδρομή του ανθρώπου , ως κλιματική αλλαγή, και έχει προκαλέσει καταστροφές και μείζονες αλλαγές. Το 2007, στον «Χάρτη των Γεύσεων» στη Θεσσαλονίκη ο συνάδελφος οινολόγος Άγγελος Ιατρίδης οργάνωσε την πρώτη επιστημονική ημερίδα με θέμα τις «Επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών στην αμπελοκαλλιέργεια και το κρασί» και με σημαντικές διεθνείς συμμετοχές. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν είναι εξαιρετικά επίκαιρα και χρειάζεται η έρευνα να τα εμβαθύνει στο πρακτικό πεδίο αλλά και σε τοπικό, περιφερειακό.

Τα όπλα άμυνας του αμπελουργού που πρέπει να μελετηθούν και να χρησιμοποιηθούν είναι η επιλογή των πιο κατάλληλων ποικιλιών/κλώνων /υποκειμένων, η κατάλληλη διαχείριση – διαμόρφωση της φυλλικής επιφάνειας, η πυκνότητα φύτευσης στον αμπελώνα έτσι ώστε το ριζικό σύστημα να εξασφαλίζει μια σταθερή τροφοδοσία σε νερό και όχι ένα συνεχές σκαμπανέβασμα, η ελεγχόμενη άρδευση με στόχο τη «μικρή υδατική καταπόνηση».

Οπωσδήποτε η μετατόπιση της καλλιέργειας σε πιο βόρειες περιοχές καθώς και η αξιοποίηση των ορεινών περιοχών της πατρίδας μας θα προσφέρει μια ανακούφιση. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε 100 μέτρα υψόμετρο η θερμοκρασία πέφτει κατά 0,6 βαθμούς και οι βροχοπτώσεις αυξάνουν. Τέλος, οι νέες τεχνολογίες, όπως η γεωργία ακριβείας και η συνεχής παρακολούθηση των κλιματικών δεδομένων από τοπικούς μετεωρολογικούς σταθμούς θα βοηθήσουν την ανανέωση και προσαρμογή των μεθόδων καλλιέργειας. Επειδή οι επιπτώσεις θα είναι διαφορετικές από τόπο σε τόπο, καθώς επίσης και τα μέτρα αντιμετώπισής τους, καλό θα είναι οι Περιφέρειες να διαθέσουν δυναμικό, μέσα και ανθρώπους, σε αυτή την κατεύθυνση.

Από την άλλη πλευρά του νομίσματος της κλιματικής κρίσης, τα οινοποιεία και όλοι μας θα πρέπει να καταβάλλουμε περισσότερες προσπάθειες στην κατεύθυνση συρρίκνωσης του οικολογικού αποτυπώματος των δραστηριοτήτων μας.