Το Bolgheri είναι μια από τις  πιο διάσημες ιταλικές  αμπελοοινικές appellation και  βρίσκεται στη Maremma, στην ακτή της Τοσκάνης, στα νότια του Λιβόρνο. 

Χρωστάει το όνομά της, στην ομώνυμη πόλη στα βόρεια της περιοχής. Έγινε διάσημη για τα βαθύχρωμα αλλά φινετσάτα ερυθρά κρασιά της, με δυνατότητες μακράς παλαίωσης, που βασίζονται συνήθως στις ποικιλίες που συναντάμε στο Bordeaux. Μέχρις ότου θεσπιστούν οι κανονισμοί DOC το 1994, τα κρασιά που παράγονταν είχαν συνήθως την ένδειξη Vino da Tavola ή Toscana IGT.

Εμείς λοιπόν σήμερα θα αναφερθούμε σε δύο από τις κορυφαίες οινοποιίες της Τοσκάνης, αλλά και της Ιταλίας που βρίσκονται στην περιοχή και τις επισκεφθήκαμε:

Την Tenuta San Guido που παράγει το διάσημο Sassicaia και την Tenuta dell’ Ornellaia που παράγει τα επίσης μοναδικά Ornellaia και το Masseto. Η φήμη και των δύο κτημάτων είναι τεράστια παγκοσμίως. 

Η ιστορία τους είναι λίγο-πολύ γνωστή στους οινόφιλους και τα κρασιά τους – για τους τυχερούς που τα έχουν δοκιμάσει – αποτελούν αντικείμενο διθυραμβικών σχολίων και αλησμόνητων απολαύσεων.

Τα δύο κτήματα αυτά, ενώ βρίσκονται ποιοτικά και γεωγραφικά, τόσο κοντά το ένα στο άλλο, έχουν τέτοιες διαφορές στη φιλοσοφία και το στυλ και προσφέρονται για μια κατ’ αντιπαράθεση παρουσίαση.


Για αρχή, δυο λόγια για την ιστορία τους δεν βλάπτουν.

Ας αρχίσουμε από την Tenuta San Guido που είναι και η παλαιότερη.

Το 1930 ο μαρκήσιος Mario Incisa della Rochetta από το Piemonte παντρεύτηκε την Clarice della Gherardesca κληρονόμο του κτήματος San Guido στο Bolgheri και αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί. Εμπνεόμενος από την αγάπη του για τα κρασιά του Μπορντώ αλλά και από τον προπάππο του Leopoldo συγγραφέα ενός σημαντικού καταλόγου των Ιταλικών οινοποιήσιμων ποικιλιών, αποφάσισε να φυτέψει στο κτήμα Cabernet Sauvignon και να φτιάξει ένα κρασί εφάμιλλο των μεγάλων του Μπορντώ. Η ποικιλία δεν είχε δοκιμαστεί πουθενά μέχρι εκείνη τη στιγμή στην Ιταλία, αλλά ο μαρκήσιος θεώρησε ότι υπάρχει ομοιότητα στο κλίμα και το πετρώδες έδαφος του Bolgheri με αυτό της περίφημης περιοχής Graves στο Μπορντώ όπου παράγεται το σπουδαίο Haut Brion. (Graves στα γαλλικά σημαίνει χαλίκι και το όνομα που έδωσε ο ίδιος στο κρασί του, Sassicaia, σημαίνει τόπος με χαλίκια.). 

Στην αρχή το κρασί προοριζόταν για προσωπική κατανάλωση, αλλά η ποιότητά του ήταν τέτοια που φίλοι και γνωστοί – ιδιαίτερα τα ξαδέλφια του, της μεγάλης οικογένειας οινοποιών Antinori, τον παρότρυναν να το κυκλοφορήσει εμπορικά.  Η πρώτη σοδειά που κυκλοφόρησε ήταν το 1968 και το κρασί προκάλεσε επανάσταση τόσο για την ποιότητά του, όσο και για το γεγονός ότι ήταν φτιαγμένο από γαλλικές ποικιλίες, πράγμα που ο νόμος δεν αναγνώριζε ως κρασί ποιότητας.  Η επανάσταση αυτή προκάλεσε την εμφάνιση αρκετών μιμητών οι οποίοι προσπάθησαν να φτιάξουν κρασιά στην περιοχή της Τοσκάνης από γαλλικές ποικιλίες.  Αυτά ονομάστηκαν από τους Αμερικανούς οινοκριτικούς Super Tuscans και σύμφωνα με τη νομοθεσία χαρακτηρίζονταν απλώς επιτραπέζιοι οίνοι, αφού δεν ήταν φτιαγμένα από τις προτεινόμενες ποικιλίες.  Σε ποιότητα όμως ήταν ανώτερα των περισσοτέρων κρασιών με ονομασία προέλευσης.

Το άλλο κτήμα, η Tenuta dell’ Ornellaia, ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειας του ξαδέρφου των Incisa della Rochetta, Lodovico Antinori, να φτιάξει και αυτός ένα Super Tuscan. 

Οι πρώτες σοδειές κυκλοφόρησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και τα κρασιά Ornellaia και Masseto προκάλεσαν αίσθηση. Ενώ όμως το κτήμα San Guido παραμένει στα χέρια της οικογένειας della Rochetta, η Tenuta Ornellaia πωλήθηκε το 2002 στην αμερικανική οικογένεια Mondavi. Αυτοί, με μια κίνηση που προκάλεσε ποικίλα σχόλια και τη δυσφορία και ενδεχομένως και την πικρία του Lodovico Antinori, σχεδόν αμέσως την ξαναπούλησαν στην οικογένεια των ανταγωνιστών των Antinori, τους Frescobaldi.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και προς επιβράβευση της σταθερής και ποιοτικής πορείας των δύο Super Tuscans, αλλά και των άλλων Super Tuscans,τους αποδόθηκε από το νόμο ο χαρακτηρισμός DOC, δηλαδή Ελεγχόμενη Ονομασία Προέλευσης “DOC Bolgheri”.  Στην Sassicaia μάλιστα αποδόθηκε δική της ονομασία προέλευσης “DOC Sassicaia Bolgheri”, καθιστώντας την, το μοναδικό κτήμα στην Ιταλία που έχει ονομασία προέλευσης με το όνομα του κτήματος. Ας δούμε όμως πως ήταν και η δική μας εμπειρία σε αυτά τα κτήματα, τη μαγική δεύτερη μέρα του Ιουλίου που τα επισκεφτήκαμε από κοντά.

Ξεκινήσαμε πρωί από τη Φλωρεντία και πήραμε το δρόμο για τη Maremma περνώντας μέσα από ειδυλλιακά τοσκανέζικα τοπία για να φτάσουμε στο Bolgheri και τον εντυπωσιακό επαρχιακό δρόμο με τα κυπαρίσσια φυτεμένα από τη μια και την άλλη μεριά του δρόμου σε μήκος 5 χιλιομέτρων, τα οποία έχει υμνήσει ο τοπικός ποιητής Carducci. Το πρώτο ραντεβού ήταν στο οινοποιείο της Sassicaia. Μέσα σε ένα περιφραγμένο κτήμα, όχι πολύ μεγάλων διαστάσεων με ένα περιποιημένο κήπο με γκαζόν και τριαντάφυλλα βρισκόταν ο χώρος υποδοχής και το κελάρι. Μοντέρνο κτήριο με τούβλο και γυαλί, περισσότερο χρηστικό, πάρα φτιαγμένο για να εντυπωσιάσει.

Εκεί μας υποδέχτηκε η ξεναγός, όπου μας περιέγραψε ακούραστα και εξονυχιστικά την ιστορία και την φιλοσοφία του οινοποιείου. Ο χώρος ήταν απλός με ένα μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι, στη μέση της αίθουσας και τα -ισόγεια-κελάρια δεξιά και αριστερά μας, να χωρίζονται  από την αίθουσα υποδοχής με γυάλινες επιφάνειες, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να τα δει και από κει. Αυτό που μας έκανε αμέσως εντύπωση ήταν η παλαιότητα των βαρελιών. Έχοντας συνηθίσει σε επισκέψεις μας ακόμα και σε μικρούς Έλληνες παραγωγούς να βλέπουμε πληθώρα νέων βαρελιών, ξαφνιαστήκαμε!

Μας εξήγησε η ξεναγός ότι η φιλοσοφία του κτήματος – σε αντιδιαστολή με αυτήν άλλων κτημάτων της περιοχής (και ο νοών νοείτο)-δεν είναι να φτιάχνει πληθωρικά έντονα φρουτώδη κρασιά που τα καπελώνει το άρωμα της βανίλιας από τη δρυ. Έπειτα επισκεφθήκαμε το χώρο οινοποίησης, όπου βρήκαμε του υπαλλήλους, να κολλούν ετικέτες σε μεγάλες φιάλες.

Με τα πολύ όμορφα πιάτα των αλλαντικών και τυριών που μας πρόσφεραν στην όμορφη καντίνα τους δοκιμάσαμε τα τρία ερυθρά και μόνο ερυθρά κρασιά που παράγει το κτήμα. Πρώτο ήταν το Le Difese της σοδειάς του 2008, η μόνη πρόταση του κτήματος, που περιέχει το τοπικό Sangionese σε ποσοστό 30%, το υπόλοιπο είναι Cabernet Sauvignon. Το κρασί ήταν ζωηρό ρουμπινί στον χρώμα, στη μύτη θύμιζε κόκκινα φρούτα σαν το κεράσι αλλά είχε και νότες γλυκόπικρες σαν την φλούδα του πορτοκαλιού. Η αίσθηση του ξύλου ήταν έντονη, χωρίς όμως να καπελώνει το φρούτο. Στο στόμα ο όγκος ήταν μεσαίου βάρους και οι τανίνες ήταν χοντρόκοκκες. Η γεύση του ήταν πλούσια και είχε καλή δομή και οξύτητα. Οι κυρίαρχες γεύσεις ήταν φρούτων κερασιού, δαμάσκηνου, δέρματος και πράσινου τσαγιού. Ένα άριστο κρασί για αρχή. Στη συνέχεια δοκιμάσαμε το Guidalberto 2008 – Guidalberto ήταν ο όνομα  του προπάππου της οικογένειας, που φύτεψε τα κυπαρίσσια. Κι εδώ το χρώμα ήταν ρουμπινί και η μύτη θύμιζε πάλι κόκκινα φρούτα αλλά εδώ είχαμε και γλυκά μπαχάρια. Αυτό το κρασί ήταν πολύ νέο ακόμα. Στο στόμα ήταν πιο σκληρό μιας και οι τανίνες του ως πιο ρωμαλέες θέλουν περισσότερο χρόνο για να μαλακώσουν. Τα αρώματα στο στόμα ήταν φρέσκου δαμάσκηνου, κέδρου χαρακτηριστικού του Cabernet Sauvignon καθώς και νότες μελανιού. Δροσιστικό και απολαυστικό. Ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε και το Sassicaia – την ‘Πετρόεσσα’. Η σοδειά ήταν του ’07. Η προσμονή να το δοκιμάσουμε μεγάλη! Η μύτη αυτού του κρασιού το ξεχώριζε αμέσως από τα προηγούμενα. Εδώ υπήρχε μια έντονη ευγενική φυτικότητα, χαρακτηριστική του Cabernet Franc που συνοδεύει το ξαδερφάκι του Sauvignon σε ποσοστό 15%. Αρώματα δαμάσκηνου και κόκκινων φρούτων και γλυκών μπαχαρικών όπως κανέλα, γαρύφαλλο και κρέμα βανίλια κυριαρχούσαν στο γεμάτο άριστης ποιότητας αλλά λίγο νέες ακόμα τανίνες. Χαρακτηριστικά πίσσας και ορυκτών, όπως γραφίτη ολοκλήρωναν το αρωματικό μπουκέτο, που είχε μια – θα τολμούσα να πω «επαρχιώτικη» ευγένεια. Και εδώ θέλω να σταθώ γιατί αυτό είναι το στοιχείο που προσδίδει το μεγαλείο σε αυτό το κρασί. Λέγοντας «επαρχιώτικη» εννοώ ότι το κρασί αυτό δίνει άμεσα την αίσθηση ενός αγροτικού προϊόντος – δεν ‘φωνάζει’ για να εντυπωσιάσει – η δύναμη του είναι στην φυσικότητα, στην λεπτότητα του και στην ιδιότητα του να θυμίζει…κρασί και όχι γλυκό χυμό φρούτων.Είναι ένα κρασί που εύκολα ένας αμύητος στο χώρο του κρασιού μπορεί να προσπεράσει.

Δεν είναι η ένταση του αρωματικού του πλούτου, αλλά η φινέτσα, η πολυπλοκότητα του και η λεπτότητά του που το καθιστά ιδανικό σύντροφο για τα πιάτα στο τραπέζι χωρίς να γίνεται προκλητικά γεμάτο.

Έπειτα ήρθε η σειρά του κτήματος Ornellaia

Εδώ οινοποιείο και κτήματα βρίσκονταν στο ίδιο – τεράστιο είναι η αλήθεια κτήμα. Εντύπωση εδώ προκαλούσε η τάξη και η καθαριότητα που επικρατούσε παντού. Μια αυλόπορτα που οδηγούσε σε ένα δρόμο φυτεμένο με “Ornellaies” άνοιξε για να περάσουμε – μια παρόμοια σκηνή, υπάρχει και στην ταινία Mondovino. 

Αριστερά από την είσοδο βρισκόταν ένα συγκρότημα από δύο ή τρεις όμορφες και πολυτελείς εξοχικές κατοικίες μέσα σε έναν άψογα φροντισμένο κήπο με γρασίδι και τριανταφυλλιές. Αυτές χρησιμεύουν για την υποδοχή των επισκεπτών, τώρα εάν  μένει κάποιος μόνιμα εκεί, δεν το γνωρίζω. Αν υπάρχει όμως και μια μικρή υποψία,  ότι εκεί μένουν οι φύλακες του κτήματος, θα σκεφτώ πολύ σοβαρά να μάθω ιταλικά και να αλλάξω επαγγελματική καριέρα. Στην αυλή της μιας κατοικίας, ήταν στρωμένα με λινά τραπεζομάντιλα τραπέζια για εμάς – δίπλα σε έναν μπουφέ με λαχταριστές νοστιμιές. Για λίγο βιώσαμε την αίσθηση  αμερικανικής σαπουνόπερας ή κάτι τέτοιο. Προτού όμως καθίσουμε να γευματίσουμε, επισκεφτήκαμε τον χώρο οινοποίησης. Ένας δρόμος με λεβάντες οδηγούσε στην είσοδο ενός μοντέρνου σχεδιασμού κτηρίου. Εδώ οι επιθυμία για εντυπωσιασμό, σε αντίθεση με την ‘ταπεινή’ Sassicaia, ήταν εμφανής. Στην είσοδο, έργα τέχνης ενός καλλιτέχνη, που κάθε χρόνο αλλάζει κοσμούσαν το χώρο. Πολλαπλά επίπεδα οδηγούσαν στις δεξαμενές και στον χώρο παλαίωσης. Μοντέρνα αρχιτεκτονική, χώροι απόλυτα καθαροί και γυαλισμένοι και αίθουσες που θύμιζαν περισσότερο προθήκες παρά …αποθήκες. Τα βαρέλια εδώ ήταν καινούργια και καλλιτεχνικές φωτογραφίες του κτήματος και των αμπελιών στόλιζαν τους τοίχους. 

Είπαμε τα δυο κτήματα έχουν διαφορετικές φιλοσοφίες και αυτά αντικατοπτρίζονται σε κάθε τι, από τους χώρους μέχρι το κρασί όπως θα δούμε. Με την ευκαιρία θα ήθελα να σημειώσω κάτι που είχε πει ο Piero Antinori για τον αδελφό του Lodovico, στην Ornellaia “προσπαθεί να αποδείξει κάτι, εγωισμό με την καλή έννοια”. “Με την καλή έννοια” λέει ο αδελφός για τον αδελφό, αλλά παρόλα αυτά “εγωισμός”. Περισσότερα για αυτό στο site του περιοδικό Decanter:

http://www.decanter.com/people-and-places/wine-articles/485670/ludovico-and-piero-antinori-decanter-interview

Ένα στοιχείο, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν τα κεράσια που είχαν αφήσει στο κέντρο των τραπεζιών, έτσι για να μας δροσίσουν – σαν καλωσόρισμα – επάνω στα φύλλα τους όμορφα στημένα. Ε, λοιπόν αυτά ήταν τα πιο όμορφα και υγιή σε εμφάνιση κεράσια, που έχω δει ποτέ στη ζωή μου! Επίσης ήταν τέλεια, ώριμα, γλυκά και λαχταριστά. Φυσικά προέρχονταν από το κτήμα. Τώρα θέλω να σκεφτείτε, αν τα κεράσια τους είναι τόσο λαχταριστά, πόσο λαχταριστά πρέπει να είναι τα σταφύλια, που φτιάχνουν το διάσημο κρασί τους. Ο διάσημος παραδοξολόγος Oscar Wilde λέει για το κάπνισμα πως «είναι τέλεια απόλαυση, είναι λαχταριστό και σε αφήνει πάντοτε ελαφρώς ανικανοποίητο». Αυτό είναι το σημείο,που θα ήθελα να παρουσιάσω τη φιλοσοφία της Ornellaia σε αντιδιαστολή με αυτήν της Sassicaia. Παραπάνω χαρακτήρισα το  Sassicaia ως ένα κρασί που παρουσιάζει μια «επαρχιώτικη» αρχοντιά» – ε, λοιπόν εδώ το χαρακτηριστικό είναι η πολυτέλεια και η άμεμπτη καθαριότητα, στην οποία αν προσπαθούσαμε να της δώσουμε ένα αρνητικό χαρακτηρισμό – θα ήταν δύσκολο βέβαια! – θα μπορούσε να χαρακτηριστεί όμως ελαφρώς αποστειρωμένη. Το κτήμα της Ornellaia, οι επαύλεις, τα αμπελοτόπια, η οινοποιεία είναι όλα άμεμπτα. Τα διακοσμητικά φυτά είναι τα πιο εύρωστα, κλαδεμένα με επιμέλεια  και υγιή σε εμφάνιση. Αντίθετα το San Guido, το οινοποιείο μύριζε κρασί και είχε σχεδιαστεί με γνώμονα την πρακτικότητα και λιγότερο την εμφάνιση. 

Άραγε και η γευστική δοκιμή θα αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφία του κτήματος. Το Le Volte 2008, τη τρίτη ετικέτα  του κτήματος μίγμα Sangiovese με Cabernet Sauvignon και Merlot, ήταν το πρώτο που δοκιμάσαμε. Ένα πολύ σκούρο κρασί με ιώδεις αποχρώσεις και αρκετά πλούσιο σώμα, με πληθωρικά αρώματα κόκκινων φρούτων και γλυκών μπαχαρικών και έντονη την παρουσία της βανίλιας από τη χρήση του βαρελιού, μοντέρνο και εύγευστο. Ακολούθησε η δεύτερη ετικέτα, το Le Serre Nuove dell’ Ornellaia, κρασί με την ίδια ποικιλιακή σύνθεση με το Ornellaia αλλά με χρήση σταφυλιών από τα νεότερα αμπέλια του κτήματος. Είναι φτιαγμένο από ποικιλίες του Μπορντώ, χωρίς καθόλου Sangiovese και η χρονιά του ήταν το 2007 και εδώ ο χαρακτήρας ήταν παρόμοιος με το προηγούμενο κρασί, ήταν ένα σκουρόχρωμο και πληθωρικό κρασί αλλά η αρωματική ένταση και το γευστικό βάθος ήταν σε ένα άλλο επίπεδο. Καλή προθέρμανση για τη δοκιμή του Ornellaia! Και εδώ να θυμίσω τη…ζέστη που έκανε εκείνο το μεσημέρι του Ιουλίου την οποία οι αλκοολικοί βαθμοί των κρασιών επέτειναν επικίνδυνα… Η στιγμή έφτασε λοιπόν να μας σερβίρουν και το Ornellaia. Και αυτή, όπως και οι Serre Nuove ήταν της σοδειάς του ’07. Το χρώμα εδώ ήταν σκούρο πορφυρό, μωβ σχεδόν αδιαπέραστο. Η συμπύκνωση του ήταν τεράστια και η δομή του τέτοια που δείχνει ότι έχει σπουδαίο μέλλον. Ήδη η ζέστη και οι δοκιμές είχαν φέρει μια γλυκιά κούραση. Όλα τα κρασιά ήταν σπουδαία και διαφορετικά μεταξύ τους. Το κτήμα San Guido παράγει πιο γήινα κρασιά, πιο λεπτά, φίνα με αυτή την παράδοξη αίσθηση του χειροποίητου.

Από την άλλη τα κρασιά της Ornellaia είναι πιο πληθωρικά, πιο φρουτώδη και πιο εντυπωσιακά και τα δύο υπέροχα, λατρεύουν αυτό που είναι αντιπροσωπεύοντας την περιοχή την οποία παράγονται το και σε μια αντιπαράθεση Ornellaia εναντίον Sassicaia, η επιλογή δύσκολη γιατί όχι και τα δύο. Διαφορετικά κρασιά που προσφέρουν ξεχωριστές συγκινήσεις. Ακόμα και αν οι συμπάθειες μου γέρνουν στο ένα ή στο άλλο, δεν με θα υποχρεώσει ποτέ κανείς, στο να πίνω το ένα από τα δύο αποκλειστικά…