Roots & Vision
Οινοποιώντας το αύριο: Όταν η επόμενη γενιά του κτήματος Γεροβασιλείου γράφει το δικό της κεφάλαιο
Σε μια εποχή που ο κόσμος του κρασιού αναζητά απαντήσεις απέναντι στην κλιματική κρίση, την τεχνολογική μετάβαση και τις νέες καταναλωτικές συνήθειες, τρία αδέρφια — με το βλέμμα στραμμένο στη γη αλλά και στον ορίζοντα — επαναπροσδιορίζουν τι σημαίνει σύγχρονο ελληνικό οινοποιείο. Ο Αργύρης, η Μαριάνθη και η Βασιλική Γεροβασιλείου, υπό το διακριτικό αλλά σταθερό βλέμμα του πατέρα τους, Βαγγέλη Γεροβασιλείου, δεν συνεχίζουν απλώς μια οικογενειακή παράδοση· τη μετασχηματίζουν με φρέσκο αέρα, επιστημονική κατάρτιση, βιωσιμότητα και βαθιά πίστη στις ελληνικές ποικιλίες.
Σε μια συζήτηση μαζί τους, διαπιστώσαμε πως καθένας έχει να προσφέρει μια ξεχωριστή ματιά, φωτίζοντας πτυχές που δεν γνωρίζαμε. Αυτό που μας εντυπωσίασε περισσότερο είναι η συστηματική και πολυεπίπεδη προσπάθεια για βιώσιμη παραγωγή και ο σεβασμός προς τη φύση και τους κύκλους της.
Αφουγκραστείτε μια ιστορία δημιουργίας. Με ρίζες βαθιές, όραμα καθαρό και καρδιές γεμάτες κρασί.
Η οικογένεια Γεροβασιλείου είναι μία από τις πιο δραστήριες στον χώρο του ελληνικού κρασιού. Τα τρία παιδιά της οικογένειας έχουν πλέον αναλάβει τα ηνία, πάντα σε στενή συνεργασία με τον Βαγγέλη και τη Σόνια Γεροβασιλείου και δίνουν νέα πνοή σε όλα τα εγχειρήματα που φέρουν την υπογραφή «Γεροβασιλείου».
Η συνάντησή μας επιβεβαίωσε πως πίσω από την επιτυχία κρύβεται όχι μόνο η αγάπη για το κρασί, αλλά και μια συλλογική δέσμευση σε αρχές όπως η βιωσιμότητα, η καινοτομία και ο σεβασμός προς τη γη.

Η πρώτη μου ερώτηση, πάντα όταν βλέπω ότι τα παιδιά ασχολούνται με τον δρόμο που τους έχουν στρώσει οι γονείς τους, είναι αν θα ήθελαν να κάνουν κάτι άλλο – και ήταν πολύ ωραίο που και οι τρεις απάντησαν με χαμόγελο ότι, ακόμα κι αν είχαν αρχικά επιλέξει κάτι άλλο, ανακάλυψαν ότι δεν ήταν καλύτερο από την ενασχόλησή τους με τη φύση και το κτήμα.
Αργύρης:
Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω σκεφτεί κάτι άλλο. Το πρώτο πράγμα ήταν να μάθω γαλλικά για να πάω να σπουδάσω οινολογία στη Γαλλία. Το πρώτο βήμα ήταν η γεωπονία, με κατεύθυνση την αμπελουργία, και πραγματικά, όπως το σκεφτόμουν μικρός, έτσι και έγινε. Είμαι μάλιστα πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν περνούσα οινολογία στο Μπορντό.
Μαριάνθη:
Για μένα δεν ήταν τόσο δεδομένο. Το πρώτο μου πτυχίο ήταν στη Νομική. Δεν είχα στο μυαλό μου ότι θα ασχοληθώ με το κτήμα — αλλά ούτε και με τη δικηγορία. Στο πλαίσιο των σπουδών και μέχρι να βρω το μεταπτυχιακό μου, αποφάσισα να δουλέψω στο επισκέψιμο του κτήματος και εκεί συνειδητοποίησα τι ωραία δουλειά έχουμε. Έτσι, αποφάσισα να κάνω ένα μεταπτυχιακό που να έχει σχέση με το κρασί.
Βασιλική:
Οι γονείς μας θέλουν, όπως και στα προσωπικά μας ζητήματα, να ακολουθούμε αυτό που θέλουμε και αυτό που θέλει η καρδιά μας. Ποτέ δεν μας πίεσαν, παρά το ότι είχαν οι ίδιοι το οινοποιείο. Σε εμένα, που είμαι το τρίτο παιδί, φάνηκε αυτό ακόμα πιο πολύ. Είχα μια αγάπη προς τις τέχνες και το θέατρο, και με παρότρυναν προς αυτό. Ωστόσο, μάλλον όταν σε αυτή την ηλικία μάς λένε κάτι, κάνουμε το αντίθετο – κι εγώ ακολούθησα τα οικονομικά. Έκανα το μεταπτυχιακό μου στο Λονδίνο και στο Παρίσι, δούλεψα για λίγο στο κομμάτι του marketing, και εκεί ήταν που για πρώτη φορά αναρωτήθηκα αν πρέπει να παραμείνω στο Παρίσι ή να γυρίσω. Όπως είπε και ο Αργύρης, ήταν πολύ εύκολη απόφαση να γυρίσω στο οινοποιείο, γιατί οι συνθήκες είναι πολύ καλές. Είμαστε δίπλα στη φύση. Είμαστε επίσης μια πολύ δεμένη οικογένεια και άρα δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην επιστρέψω.
Όσο για το πώς καταφέρνουν να συνυπάρχουν τρία αδέρφια στην ίδια επιχείρηση;
Αργύρης:
«Παρόλο που είμαστε στην ίδια δουλειά, έχουμε πολύ διαφορετική ενασχόληση ο ένας από τον άλλον», μας λέει και συνεχίζει: «Εγώ ασχολούμαι με την παραγωγή, η Μαριάνθη είναι στη διοίκηση και η Βασιλική στο marketing. Επομένως, μπορεί να είμαστε στον ίδιο χώρο, αλλά ακόμα και τα γραφεία μας είναι μακριά. Συνεργαζόμαστε φυσικά, αλλά δεν υπάρχει η άμεση τριβή που θα φανταζόταν κανείς.»
Βασιλική:
«Προσπαθούμε», συμπληρώνει, «γιατί είμαστε σε μια διαδικασία διαδοχής μαζί με έναν εξωτερικό συνεργάτη, οπότε εκπαιδευόμαστε και στον τομέα του να διαχωρίσουμε την οικογένεια από τη δουλειά. Κάθε σχέση οικογενειακή έχει και τους τσακωμούς της. Όμως έχουμε μεγαλώσει με αυτό το όραμα και την επιθυμία για δημιουργία.»
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου ξεκίνησε το οινικό του όραμα το 1981. Ο Αργύρης μετρά ήδη 7 χρόνια στο κτήμα, τα κορίτσια λίγα λιγότερα, όμως και οι τρεις είναι γεμάτοι ενθουσιασμό και όρεξη για δουλειά. Έζησαν κι αυτοί δύσκολες στιγμές και, όπως μας λέει η Βασιλική:
Βασιλική:
«Πιο δύσκολη στιγμή ήταν το 2022, όταν κατά τη διάρκεια του τρύγου της Μαλαγουζιάς, που είναι μια πολύ ευαίσθητη ποικιλία, έριξε μια έντονη βροχή — 80-100 χιλιοστά. Τρέχαμε και τρυγούσαμε και κοιτούσαμε συνεχώς αν θα βρέξει για να προλάβουμε. Στο 80% προλάβαμε.»
Αργύρης:
«Το οινοποιείο είναι “ανοιχτό μαγαζί”. Επηρεαζόμαστε πολύ από τον καιρό. Ωστόσο, στην περιοχή της Επανομής οι καιρικές συνθήκες είναι ήπιες.
Ο φετινός τρύγος, ωστόσο, υπήρξε εξαιρετικά απαιτητικός και πρωτόγνωρος. Δεν είχαμε ξεκινήσει ποτέ τρύγο τον Ιούλιο — συνήθως ξεκινάμε τον Δεκαπενταύγουστο. Ξεκινήσαμε πέρυσι, 27 Ιουλίου. Τέλος Αυγούστου είχαμε τελειώσει και προλάβαμε να κάνουμε και κάποια μπάνια τον Σεπτέμβριο.
Είχε προηγηθεί μια πολύ μεγάλη ξηροθερμική περίοδος· δεν είχαμε καθόλου βροχές. Τελευταία βροχή είχαμε στις αρχές Απριλίου και μετά πάλι τον Αύγουστο. Αυτό οδήγησε σε πολύ γρήγορη τεχνολογική ωρίμανση του σταφυλιού, με αποτέλεσμα έναν τρύγο πολύ σύντομο και κρασιά με εξωτική έκφραση και χαμηλότερες οξύτητες. Ήταν ένας τρύγος ικανοποιητικός για τα λευκά και θα έλεγα καλός για τα ερυθρά.»
Κάπως έτσι ήρθε η συζήτηση στην κλιματική αλλαγή και στις ανάγκες βελτίωσης του τρόπου παραγωγής.
Αργύρης:
«Αυτό που βλέπουμε είναι ότι κάθε χρόνος είναι διαφορετικός. Πέρυσι ξεκινήσαμε τρύγο 27 Ιουλίου και πρόπερσι 20 Αυγούστου. Από ό,τι φαίνεται, και ο νέος τρύγος θα ξεκινήσει αργά. Από εκεί που είχαμε σταθερές κλιματικές συνθήκες, βλέπουμε τώρα τον καιρό να έχει “τρελαθεί”. Στα χιλιοστά βροχής είμαστε πάνω-κάτω στα ίδια, απλά πέφτουν πιο συγκεντρωμένα.»
Βασιλική:
«Δεν υπάρχει πλέον σταθερότητα και επενδύουμε πολύ στο μέλλον. Προσπαθούμε να βρούμε τι μπορούμε να κάνουμε — από το κομμάτι του αμπελιού, της παραγωγής, μέχρι και το κομμάτι της συσκευασίας και της κουλτούρας όλης της εταιρείας.
Στο αμπέλι, γίνονται κάποιες κινήσεις που αφορούν το πότισμα, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της λειψυδρίας. Έτσι έχουμε ξεκινήσει ένα σύστημα υπόγειας άρδευσης.»
Αργύρης:
«Ουσιαστικά, το νερό πέφτει μέσα στο έδαφος και όχι από πάνω. Έτσι, το 60 με 70% του νερού που μπορεί να εξατμίζεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και της ζέστης, πάει κατευθείαν στις ρίζες. Έχουμε λιγότερη σπατάλη νερού.
Όποιος καινούργιος αμπελώνας μπαίνει, τοποθετείται με αυτή την εγκατάσταση και σιγά-σιγά προσπαθούμε να αντικαταστήσουμε και τα παλιά αμπέλια.»
Όπως μας αποκάλυψαν τα παιδιά, οι ελληνικές ποικιλίες είναι η λύση στην κλιματική αλλαγή – και για αυτό αποφάσισαν να αλλάξουν την ποικιλιακή σύνθεση στο κτήμα. Η αναμπέλωση έχει ήδη ξεκινήσει και το Κτήμα Γεροβασιλείου Ερυθρό, η χρονιά του 2026, θα είναι 100% Λημνιό.
Μαριάνθη:
«Έχουμε έναν ιδιόκτητο αμπελώνα που μας επιτρέπει να κάνουμε πολλή έρευνα. Προσπαθούμε να βρούμε ποικιλίες πιο ανθεκτικές για το μέλλον. Ήδη έχουμε βγάλει την ποικιλία του Merlot, φυτεύουμε περισσότερο Λημνιό — που είναι η αρχαιότερη ελληνική ποικιλία. Γενικά εστιάζουμε στις ελληνικές ποικιλίες, γιατί πιστεύουμε πως αυτή είναι η λύση στην κλιματική αλλαγή.
Επίσης, έχουμε κάνει μια μεγάλη επένδυση στην πράσινη ενέργεια. Τα τελευταία 3 χρόνια λειτουργούμε με φωτοβολταϊκά.
Μια άλλη έρευνα που έχουμε ξεκινήσει είναι η προσπάθεια να επαναχρησιμοποιούμε το νερό της παραγωγής για τον καθαρισμό των δεξαμενών. Προσπαθούμε να βρούμε μια λύση έτσι ώστε να καθαρίζεται το νερό, να αποθηκεύεται και να επαναχρησιμοποιείται.»
Αργύρης:
«Το πρόβλημα με τον βιολογικό καθαρισμό σε ένα οινοποιείο είναι ότι δεν είναι σαν ένα ξενοδοχείο, που έχει όλο τον χρόνο κάποια απόβλητα. Εδώ θα πρέπει να λειτουργεί μόνο κατά τη διάρκεια του τρύγου, και το υπόλοιπο διάστημα να το τροφοδοτούμε εμείς με νερό.»
Οι αγαπημένες τους ετικέτες;
Μαριάνθη:
«Πάντα στην ερώτηση αυτή, η απάντηση είναι η Μαλαγουζιά. Εγώ αυτή την περίοδο περνάω τη φάση του Sauvignon Blanc.»
Αργύρης:
Μου αρέσει το κλασικό μας “Κτήμα”. Το πρώτο κρασί που έβγαλε ο πατέρας μας: το Κτήμα Γεροβασιλείου Λευκό, το οποίο είναι Ασύρτικο – Μαλαγουζιά. Ουσιαστικά, η πρώτη έκφραση Μαλαγουζιάς που βγήκε ποτέ στην αγορά. Και παρόλο που είναι το πιο κλασικό και το πιο οικονομικό μας κρασί, είναι αυτό που είναι πιο κοντά στην καρδιά μου και οινολογικά έχω το περισσότερο ενδιαφέρον.»
Βασιλική:
«Αγαπώ πάρα πολύ το Avaton γιατί έχει τις τρεις ελληνικές ποικιλίες: το Λημνιό, το Μαυρούδι και το Μαυροτράγανο. Είναι ένα κρασί που έχει μεγάλη εξέλιξη και μπορεί να μας δώσει πολλά στο μέλλον.»

Η ερώτηση που αφορούσε στη διαχείριση και τον αριθμό των οινοποιείων της επιχείρησης έφερε γέλια στα αδέρφια Γεροβασιλείου, γιατί —όπως παραδέχθηκαν— ο μπαμπάς τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως… απρόβλεπτος:
Μαριάνθη:
«Μπορεί, βέβαια, να ξυπνήσουμε με ένα καινούργιο οινοποιείο, αλλά είναι πέντε αυτή τη στιγμή!», μας εξηγεί γελώντας.
Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι, λοιπόν, η διαχείρισή τους;
Βασιλική:
«Αυτό που προσπαθούμε είναι κάθε οινοποιείο να είναι αυτόνομο. Κάθε οινοποιείο έχει τον δικό του χώρο παραγωγής, τον δικό του οινολόγο, τον δικό του γεωπόνο. Το καθένα έχει τη δική του ταυτότητα — και σε επίπεδο παραγωγής και σε επίπεδο marketing. Φυσικά, έχουν μια κοινή αισθητική που έχουμε μαζί με τους συνεργάτες μας.
Τώρα, η διαχείριση έχει τις δικές της δυσκολίες, κυρίως λόγω των αποστάσεων.»
Αργύρης:
«Η αλήθεια είναι ότι τα τρία οινοποιεία — Κτήμα Γεροβασιλείου, Κτήμα Βιβλία Χώρα και Μικρό Κτήμα Τίτου στη Γουμένισσα — είναι σε μια ακτίνα μίας ώρας με το αυτοκίνητο. Οπότε, κυριολεκτικά, σε μια μέρα μπορούμε να φτάσουμε και στα τρία. Εκεί βρίσκεται και ο μεγαλύτερος όγκος παραγωγής μας.»


Η Σαντορίνη όμως… δεν είναι, και μάλιστα πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό project!
Βασιλική:
«Ναι, όχι μόνο Σαντορίνη — αλλά Θηρασιά! Ήμουν την προηγούμενη εβδομάδα εκεί. Είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε εξαιρετικούς συνεργάτες. Η Ιωάννα Βαμβακούρη είναι μάλιστα μόνιμα στη Σαντορίνη, οπότε έχουμε έναν άνθρωπο που γνωρίζει το νησί και τον εμπιστευόμαστε με κλειστά μάτια. Όπως φυσικά και ο Βασίλης Τσακτσαρλής που έχει καθοριστικό ρόλο σε όλες τις κοινές μας προσπάθειες.
Να μεταφερθούμε και εκτός Ελλάδας μέσω των εξαγωγών σας; Συνεργάζεστε με 27 χώρες. Η κατάσταση, βέβαια, άλλαξε ξαφνικά με τις ανακοινώσεις για τη δασμολόγηση…
Αργύρης:
«Όσον αφορά την Αμερική, το ποσοστό στο σύνολο των εξαγωγών μας είναι περίπου το 4%. Οπότε, σίγουρα ήταν ένα πλήγμα, αλλά η Αμερική δεν είναι η μοναδική μας αγορά. Σε συνεννόηση με τον εισαγωγέα μας, κάναμε και τώρα κάποιες εξαγωγές.
Αυτό που έχουμε παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια είναι ότι αλλάζουν οι παραδοσιακές αγορές, όπως ήταν η Γερμανία, και ανεβαίνουν άλλες αγορές που δεν τις είχαμε στο μυαλό μας. Ένα παράδειγμα είναι τα Βαλκάνια — δηλαδή Βουλγαρία, Αλβανία, Σκόπια. Η Αγγλία επίσης κινείται πάρα πολύ καλά. Αυτή τη στιγμή εξάγουμε περίπου το 35%.»
Μάνος Κεντικελένης:
Υπάρχει κάποια αγορά που σας εξέπληξε;
Αργύρης:
«Εγώ θα τολμήσω να πω ότι είναι η Βουλγαρία. Έρχονται πολύ συχνά στη Χαλκιδική, έχουν μάθει τα κρασιά μας και όταν ξεκινήσαμε να πουλάμε στη Βουλγαρία κάναμε πολύ καλές πωλήσεις, παρόλο που η “πίτα” της αγοράς είναι μικρή.»
Βασιλική:
«Εγώ θα αναφέρω την Ασία – Νότια Κορέα και Σιγκαπούρη, καθώς έχουμε υλικό από τον εισαγωγέα μας όπου κάπου στη Νότια Κορέα κάνουν unboxing ένα μπουκάλι του κτήματός μας. Είναι τρομερό να βλέπεις το κρασί σε ένα τόσο ιδιαίτερο, διαφορετικό και τόσο μακρινό τοπίο.»

Είστε από τις λίγες επιχειρήσεις που έχετε μηδενικό δανεισμό. Πόσο εύκολο είναι αυτό για μια επιχείρηση;
Μαριάνθη:
«Φυσικά και έχουμε δανειστεί — απλώς έχουν αποπληρωθεί τα περισσότερα από αυτά και τώρα τα οινοποιεία είναι ελεύθερα δανεισμών. Σήμερα εφαρμόζουμε μια υγιή και μεθοδική οικονομική διαχείριση. Δεν είναι πολύ σύνθετο — χρειάζεται δουλειά.
Η μητέρα μας είναι στα οικονομικά στο Κτήμα Γεροβασιλείου και ο Βασίλης Τσάτσαρλης στα υπόλοιπα κτήματα. Και κάνουμε μια σωστή διαχείριση βασισμένη σε αυτό που λέει ο μπαμπάς μας: “Μέχρι εκεί που φτάνει η κουβέρτα να βγαίνουν τα πόδια.”
Ουσιαστικά προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε με ίδια κεφάλαια και μόνο ό,τι χρειάζεται. Δεν κάνουμε ποτέ πράγματα που είναι πάνω από τις δυνατότητές μας. Είναι, όπως λέει και η μαμά μας συνέχεια, ‘νοικοκυρεμένα όλα’.»
Θα ήθελα να έρθουμε στις λεγόμενες νέες τάσεις. Είναι αρκετές. Από τα φυσικά κρασιά μέχρι το κρασί χωρίς αλκοόλ και τα κουτάκια. Ας τα πάρουμε ένα-ένα.
Μαριάνθη:
«Αρχικά, για τα φυσικά κρασιά δεν είμαι πολύ σίγουρη ότι είναι ακόμα τάση. Δηλαδή, φαίνεται από το εξωτερικό ότι ήδη αρχίζει να πέφτει. Με τον όρο έχουμε τα θέματά μας.»
Αργύρης:
«Αν υπάρχουν τα “φυσικά”, λογικά τα άλλα είναι… αφύσικα; Με τον όρο “ήπιας παρέμβασης” ίσως είμαστε λίγο πιο κοντά. Απλά, όταν βλέπετε χίλια στρέμματα αμπελώνα και όλοι είμαστε γεωπόνοι ή οινολόγοι, αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να εκφράσουμε το σταφύλι, την ποικιλία, την περιοχή μας στο μπουκάλι.
Δεν βλέπουμε τα σταφύλια μας και σκεφτόμαστε “πάμε να βγάλουμε ένα μαζικό – generic προϊόν”. Είμαστε οινοποιείο που κάνει κρασιά terroir, όπως λέμε. Οπότε είμαστε σε αυτή τη φάση: τα κρασιά να έχουν όσο το δυνατόν λιγότερες παρεμβάσεις.»
Μαριάνθη:
«Έχουμε μεταποίηση για να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα. Το κρασί δεν γίνεται “φυσικά” από μόνο του. Αν το αφήσεις το σταφύλι πάνω στο αμπέλι, θα γίνει σταφίδα. Χρειάζεται μία ανθρώπινη παρέμβαση για να εκφραστεί.»
Βασιλική:
«Και θέλει πολλή προσοχή το κομμάτι αυτό που λέμε “φυσικά κρασιά”, γιατί η ερώτηση σε μερικούς που τα κάνουν είναι αν… κλαδεύουν. Κι όμως, το κλάδεμα είναι ένα από τα βασικά κομμάτια επέμβασης στον αμπελώνα!
Υπάρχουν πολύ αξιόλογα κρασιά που είναι αυτής της φιλοσοφίας. Και καμιά φορά είναι κρίμα να δημιουργούνται αρνητικές εντυπώσεις, επειδή υπάρχουν κάποια κρασιά που δεν είναι τόσο περιποιημένα και παρουσιάζουν σφάλματα. Έτσι παρασύρονται και τα ποιοτικά κρασιά. Νομίζω πρέπει να υπάρχει ισορροπία.
Χρειάζεται το νομικό πλαίσιο να είναι πιο ξεκάθαρο για τον καταναλωτή. Γιατί βλέπω πολύ συχνά να συγχέονται τα “φυσικά” κρασιά με τα βιολογικά. Επίσης, οι άνθρωποι που είναι στην εστίαση και έρχονται σε επαφή με το κοινό, πρέπει να χρησιμοποιούν σωστή ορολογία.
Εμείς γενικά είμαστε υπέρ του καλού κρασιού — άσχετα με το πώς θέλει να το λέει ο καθένας.»
Ας έρθουμε στο κρασί χωρίς αλκοόλ.
Αργύρης:
«Εδώ υπάρχουν πολλές κατηγορίες. Υπάρχουν τα “low alcohol” — δηλαδή κρασιά με αλκοολικό βαθμό κάτω από 10% — και υπάρχουν και τα 0%. Η αλήθεια είναι ότι τα έχω δοκιμάσει και τα δύο. Δεν είμαι τόσο υπέρ του 0%, γιατί βλέπουμε ότι, από τη στιγμή που φεύγει το αλκοόλ, ο οινολόγος για να κάνει το κρασί να έχει σώμα, αναγκαστικά παίζει με τα σάκχαρα. Οπότε, εκεί δεν πάμε σε ένα πολύ ισορροπημένο αποτέλεσμα.
Ίσως τις θερμίδες που γλιτώνουμε από το αλκοόλ τις παίρνουμε διπλά από τη ζάχαρη.
Εγώ είμαι υπέρ του low alcohol. Δηλαδή, είτε χρησιμοποιούμε ποικιλίες που δεν φτάνουν σε τέλεια ωριμότητα και έχουμε κρασί κάτω από 10%, είτε με καινούργιες τεχνικές μειώνουμε το αλκοόλ.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί τεχνολογίες με τις οποίες, με τη θερμοκρασία, το κρασί μπορεί να φτάσει στο 7%. Είναι κάτι που το σκεφτόμαστε, γιατί είναι ωραίο να μπορεί να βγει κάποιος και να πιει 2-3 ποτήρια παραπάνω χωρίς να του προκαλεί πρόβλημα.»
Βασιλική:
«Και επίσης, πέρα από την υπεύθυνη κατανάλωση, υπάρχει και μια αλλαγή στη συνήθεια του καταναλωτή. Υπάρχει ανάγκη να καταναλωθεί κάτι διαφορετικό — είτε είναι low alcohol beer, mocktail ή κάτι άλλο. Εκεί θα μπορούσε να ενταχθεί και το κρασί.»
Και για τα αλουμινένια κουτάκια;
Μαριάνθη:
«Τα αλουμινένια κουτάκια υπάρχουν εδώ και πολύ καιρό σαν trend. Είναι η φιλοσοφία του “δεν χρειάζεται ανοιχτήρι”.
Εμείς, στο Κτήμα Γεροβασιλείου, αγαπάμε τα ανοιχτήρια — είναι και μέρος του μουσείου μας. Δεν πιστεύουμε ότι θα ταίριαζε κάτι τέτοιο στη φιλοσοφία του κτήματός μας. Χωρίς να σημαίνει ότι, αν μου το προσφέρει κάποιος, δεν θα το πιω.»
Αργύρης:
«Ένα βασικό κομμάτι των κρασιών μας είναι και η παλαίωση. Σίγουρα, λοιπόν, η φιάλη και ο φελλός μας ενδιαφέρουν πολύ, γιατί συμμετέχουν και στην παλαίωση των κρασιών μας.»
Βασιλική:
«Και ένα ακόμα πολύ σημαντικό: με το κουτάκι δεν το μοιράζεσαι το κρασί. Η μαγεία του κρασιού κρύβεται στο μοίρασμα — να ανοίγεις μια φιάλη με φίλους και οικογένεια και να μοιράζεσαι ιστορίες. Όταν είναι ατομικό, χάνεται αυτή η ιεροτελεστία που θεωρούμε πολύ σημαντική.»
Φυσικά δεν θα θέλαμε να παραλείψουμε και το επισκέψιμο οινοποιείο. Θα μας πείτε για την επισκεψιμότητα… και αν ο κόσμος δείχνει ενδιαφέρον. Βλέπετε περισσότερο ενδιαφέρον από Έλληνες ή από επισκέπτες άλλων χωρών;
Μαριάνθη:
«Η επισκεψιμότητα μας φτάνει περίπου τις 20.000 άτομα τον χρόνο στο Κτήμα Γεροβασιλείου.
Είμαστε κοντά σε μια μεγάλη πόλη, τη Θεσσαλονίκη, κοντά στη Χαλκιδική, πολύ δίπλα στο αεροδρόμιο, οπότε βοηθάει και η θέση του κτήματος.
Επίσης βοηθάει το ότι έχουμε διαμορφώσει τους χώρους μας επισκέψιμους από την πρώτη μέρα — από τότε που ξεκίνησε ο πατέρας μας με ένα πολύ μικρό οινοποιείο.
Μέσα στις 20.000 άτομα περιλαμβάνονται και παιδιά, γιατί δεχόμαστε σχολεία τρεις φορές την εβδομάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους.
Στις ανοιχτές για το κοινό ημέρες, όπως η Παγκόσμια Ημέρα Οινοτουρισμού ή οι Ανοιχτές Πόρτες, δεχόμαστε πάνω από 3.000-4.000 άτομα μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο.
Γενικά, είναι πολύ σημαντικό κομμάτι για εμάς — όχι από άποψη οικονομικού οφέλους, όπως πιστεύουν πολλοί.
Για εμάς είναι τρόπος επικοινωνίας της φιλοσοφίας μας και του brand του Κτήματος Γεροβασιλείου — και αυτό ισχύει για όλα τα κτήματά μας.»
Βασιλική:
«Έχουμε επενδύσει χρόνο και έχουμε προσπαθήσει να είναι μια μοναδική εμπειρία. Έχουμε οινοξεναγούς — ξεναγούς οι οποίοι εκπαιδεύονται πάνω στο κρασί.
Και το πολύ βασικό κομμάτι είναι ότι υπάρχει το μουσείο μας:
Το Μουσείο Οίνου Γεροβασιλείου, όπου προσφέρεται μια μοναδική εμπειρία στον επισκέπτη.
Θα ακολουθήσει μια διαδρομή για να καταλάβει το αμπέλι, την παραγωγή, το Μουσείο Οίνου.
Ακόμα και στο κομμάτι της γευστικής δοκιμής, έχουμε διαμορφώσει ιδιαίτερες προτάσεις που προκαλούν το ενδιαφέρον του επισκέπτη, χωρίς όμως να τον δυσκολεύουν.»
Μαριάνθη:
«Όσον αφορά στα δημογραφικά, το μεγαλύτερο μέρος των επισκεπτών μας είναι Έλληνες.
Από τον Απρίλιο έως και τον Οκτώβριο — δηλαδή κατά την τουριστική περίοδο — έχουμε τουρίστες από όλο τον κόσμο.
Όμως αυτό εξαρτάται από το τι κόσμο δέχεται η Θεσσαλονίκη.
Για παράδειγμα, για μεγάλο διάστημα είχαμε κόσμο από Ρωσία και Αμερική.
Μετά, με τον COVID και τον πόλεμο, αυτό σταμάτησε.
Μετά τη σύνδεση της Θεσσαλονίκης με απευθείας πτήσεις, έχουμε επισκέπτες από Αγγλία, Γερμανία, οι οποίοι ενδιαφέρονται πολύ να έρθουν σε ένα οινοποιείο κοντά στην πόλη.»

Το οινοποιείο πρωτοτυπεί με την παρουσία μεγάλου αριθμού έργων τέχνης. Αυτό επηρεάζει τους επισκέπτες ή τους εργαζομένους;
Μαριάνθη:
«Η συλλογή των έργων τέχνης πλέον αγγίζει περίπου τα 40 έργα μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης.
Ξεκίνησε, όπως κάθε τι που ξεκινάει ο πατέρας μου, στο κομμάτι το συλλεκτικό, σχεδόν ερασιτεχνικά — από αγάπη και μεράκι.
Είχε στο νου του να επεκτείνει λίγο το μουσείο, έξω από τα όρια του Μουσείου Οίνου, και να το βγάλει έξω, στο αμπέλι και στους εξωτερικούς χώρους του κτήματος.
Οπότε ξεκίνησε το 2013 με το πρώτο έργο, που ήταν του Κώστα Βαρώτσου — “Ο Ορίζοντας” — στον κήπο του κτήματος, με θέα τον ορίζοντα και τα αμπέλια.
Και συνεχίστηκε μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να έχουν φτάσει περίπου τα 40 έργα και να επεκτείνεται μήνα με τον μήνα, θα έλεγε κανείς.»
Βασιλική:
«Προσπαθούμε να φτιάξουμε μία μπροσούρα με τα έργα τα τελευταία τρία χρόνια. Μόνο αυτό σας λέω. Κάθε φορά ανανεώνεται και θέλει ξανά από την αρχή.
Αλλά αυτό έχει και πολύ ενδιαφέρον, θα έλεγα. Πλέον και ο πατέρας μας μάς βάζει σε αυτές τις συζητήσεις για τα έργα τέχνης.
Διαλέγει πολύ ωραία έργα, με επίκεντρο πάντα — κατά κύριο λόγο — Έλληνες καλλιτέχνες που εστιάζουν στην αφαίρεση.»
Υπάρχει πολύ ενδιαφέρον και στο πώς συνυπάρχουν τα έργα με τον αμπελώνα αλλά και με τους εργαζομένους.
Βασιλική:
Είναι πολύ ενδιαφέρον — ειδικά το έργο του Βαρώτσου, “Το Φεγγάρι”.
Το χαρακτηριστικό αυτό έργο, τοποθετημένο μπροστά από το καφέ του Μουσείου Οίνου, είναι το πρώτο έργο του καλλιτέχνη που διαθέτει μηχανισμό που του επιτρέπει να περιστρέφεται.
Κατά τη διάρκεια του τρύγου, η διαδικασία γίνεται ακόμη πιο συναρπαστική: εργαζόμαστε μέσα στον αμπελώνα και πρέπει να περάσει το τρακτέρ.
Έτσι, οι εργάτες δίνουν σήμα για να περιστραφεί το έργο, επιτρέποντας την κίνηση του τρακτέρ. Έπειτα, το επαναφέρουν στη θέση του.
Υπάρχει γενικά μια ενδιαφέρουσα “αλληλεπίδραση”: τα περισσότερα έργα βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στον αμπελώνα, γίνονται ένα με το τοπίο και με τους ανθρώπους που εργάζονται.


Υπάρχει ένα project που έχετε ξεκινήσει με δρύινες συσκευασίες.
Βασιλική:
«Η αλήθεια είναι ότι αυτό το project το κάναμε πριν αρκετά χρόνια, όμως το φέραμε στην επιφάνεια και πάλι πρόσφατα. Είναι από τα project που είχαν “βγει” πριν από την εποχή τους.
Ο κύριος Μπάμπαλης το δημιούργησε πριν από 10 χρόνια. Η ιδέα ήταν το ξύλο να παίρνει μορφή, εμπνευσμένος ο κύριος Μπάμπαλης από το ξύλο του βαρελιού — να χρησιμοποιείται σαν συσκευασία αλλά και σαν διακοσμητικό στοιχείο στο σπίτι.
Δεν υπήρχε τότε η επικοινωνία. Δεν είχαμε social media.
Κάναμε λοιπόν μια φωτογράφιση και το επαναφέραμε.»
Τι άλλο έχετε να μας ανακοινώσετε;
Αργύρης:
«Πέρα από το 100% Λημνιό που θα βγει το 2026 από το Κτήμα Γεροβασιλείου, μπορούμε να ανακοινώσουμε και το Vinsanto στη μικρή Θήρα.
Επίσης, κάτι ακόμα πολύ σημαντικό είναι η χρήση πήλινων πιθαριών.
Επειδή θέλουμε το κρασί να εκφράζει την ποικιλία, το έδαφος και όλα τα χαρακτηριστικά — να έχουν τα κρασιά μας μια πιο καθαρή έκφραση — προσπαθούμε να μειώσουμε τη χρήση του βαρελιού.
Ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι τα πιθάρια, και αυτό κάνουμε. Ξεκινήσαμε με 5 πιθάρια των 800 λίτρων και από του χρόνου θα έχουμε 15 — και πάει πολύ καλά. Ταιριάζει πολύ στα κρασιά μας και χρησιμοποιούμε πιθάρια για δύο κρασιά: Syrah και Evangelo.»

Μια οικογένεια, ένα όραμα, ένα αμπέλι με ρίζες στο μέλλον.
Αν το κρασί είναι πολιτισμός, τότε η οικογένεια Γεροβασιλείου είναι μια ζωντανή απόδειξη.
Με ρίζες βαθιές σαν τα αμπέλια τους και κλαδιά που ανοίγονται προς το φως της καινοτομίας, μας υπενθυμίζουν ότι η παράδοση δεν είναι βαρίδι, αλλά εφαλτήριο.
Στην Επανομή δεν παράγουν απλώς κρασί· καλλιεργούν μια ολόκληρη φιλοσοφία – όπου η τέχνη συναντά την καλλιέργεια, το terroir συνομιλεί με την τεχνολογία και οι ελληνικές ποικιλίες υψώνουν ποτήρι στην ανθεκτικότητα απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Σε μια εποχή που όλα αλλάζουν με ρυθμό φρενήρη, η οικογένεια αυτή επιλέγει να πορεύεται με αξιοπρέπεια, γνησιότητα και έναν απλό, μα αλάνθαστο κανόνα:
«Μέχρι εκεί που φτάνει η κουβέρτα, να βγαίνουν τα πόδια.»
Κι όμως, αυτό το «νοικοκυρεμένο» όραμα κατάφερε να στήσει ένα παγκόσμιο brand, που δεν ξεχνά ούτε στιγμή τις ρίζες του, τη γη του, το νερό του και —κυρίως— τους ανθρώπους του.
Γιατί στο τέλος της ημέρας, το κρασί είναι μια οικογενειακή υπόθεση.
Μια ιστορία που ωριμάζει στον χρόνο, γεμίζει ποτήρια και καρδιές και —αν είσαι τυχερός— έχει γεύση από Ελλάδα.